- πηγαδήσιος
- α, ο колодезный;
νερό πηγαδήσιο — колодезная вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νερό πηγαδήσιο — колодезная вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πηγαδήσιος — α, ο, Ν αυτός που προέρχεται από πηγάδι («πηγαδήσιο νερό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
φρεάτιος — α, ο / φρεάτιος, ία, ον, ΝΜΑ [φρέαρ, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρέαρ, πηγαδήσιος 2. αυτός που προέρχεται από φρέαρ 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρεάτιο νεοελλ. φρ. «φρεάτιος ορίζοντας» γεωλ. ο υδροφόρος ορίζοντας … Dictionary of Greek